- πονηρούς
- πονηρόςoppressed by toilsmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πονήρους — πονηρός oppressed by toils masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
NUMA Pompilius — ex Curibus Sabinorum urbe ortus, fil. Pomponii, secundus Rex Romanorum iustitia et pietate insignis, qui pacatis finitimorum odiis, quo truces efferatosque longâ militiâ animos ad pacis artes traduceret, ad Deorum cultum, animum adiecit,… … Hofmann J. Lexicon universale
διάβολος — I Κακό και βλαβερό πνεύμα, που εμφανίζεται σε όλες τις θρησκείες και είχε πλούσιες περιγραφές στην κλασική λογοτεχνία, στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και στα έργα παλαιών χριστιανών συγγραφέων. Η λέξη δ. σημαίνει συκοφάντης και… … Dictionary of Greek
θεριεύω — [θεριό] 1. γίνομαι άγριος σαν θηρίο 2. ανακτώ δυνάμεις ή αποκτώ δυνάμεις που δεν είχα ή εντείνω τις δυνάμεις μου («ο στρατός θέριεψε όταν άρχισε η επίθεση») 3. (για φυτά) φουντώνω, γίνομαι πυκνός («θέριεψε ο πλάτανος») 4. αυξάνομαι πολύ,… … Dictionary of Greek
καλιγώνω — και καλιβώνω (Μ καλιγώνω και καλικώνω) [καλίγι(ον)] πεταλώνω υποζύγια, προσαρμόζω και καρφώνω πέταλο στην οπλή τους νεοελλ. 1. φρ. «καλιγώνει τον ψύλλο» για ανθρώπους ευφυέστατους και πονηρούς που μπορούν να κατορθώσουν και τα ακατόρθωτα 2.… … Dictionary of Greek
κρωβύλος — (4ος; αι. π.Χ.). Κωμωδιογράφος. Άκμασε στις περιόδους της Μέσης και της Νέας κωμωδίας. Έγραψε τα έργα Απαγχομένη, Απολείπουσα και Ψευδοϋποβολιμαίος, αποσπάσματα των οποίων αναφέρονται από τον Αθήναιο. Ήταν πιθανότατα σύγχρονος του ρήτορα Υπερείδη … Dictionary of Greek
μισοπονηρώ — μισοπονηρῶ έω (Α) [μισοπόνηρος] 1. μισώ τους πονηρούς ή την πονηρία («ὁ μὲν οὖν δῆμος..., ἐμισοπονήρει, καὶ τοὺς πράξαντας ἐξήτει», Διόδ.) 2. μισώ εξαιτίας πονηρίας και κακίας … Dictionary of Greek
μισοπόνηρος — μισοπόνηρος, ον (Α) 1. αυτός που μισεί τους πονηρούς, τους κακούς ή τα πονηρά, τα κακά έργα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μισοπόνηρον η μισοπονηρία*. επίρρ... μισοπονήρως (Α) 1. με εχθρική διάθεση κατά τών πονηρών, τών κακών 2. με εχθρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
πονηρολογία — ἡ, Α [πονηρολογῶ] το να λέει κανείς πονηρούς λόγους, η κακολογία … Dictionary of Greek
πονηρολογώ — έω, ΜΑ λέω πονηρούς, κακούς λόγους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πονηρός + λογῶ* (πρβλ. ψευδο λογώ)] … Dictionary of Greek